ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
ΔΙΟΝ
Το Δίον ήταν μια αρχαιότατη πόλη στρατηγικής σημασίας και μια από τις πιο φημισμένες μακεδονικές πολιτείες. Η πρώτη γραπτή αναφορά στο Δίον είναι στον Θουκυδίδη. Η πόλη φαίνεται να ιδρύθηκε από τους Περραιβούς της Θεσσαλίας, προς τιμήν του Δία (σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο ιστορικός Δήμιτσας). Το όνομα της πόλης αποδίδεται στον Δία. Κάθε χρόνο γίνονταν τα «Δία», με κέντρο τον ναό του πατέρα των θεών. Στο Δίον τελούνταν και Ολυμπιακοί Αγώνες και επινίκιες εορτές και θυσίες.. Οι κάτοικοι του τόπου λέγονταν και Δίοι, Διείς και Διασταί. Ο πρώτος μήνας του μακεδονικού έτους ονομάστηκε Δίος. Η πόλη συνδέθηκε επίσης με τον Ορφέα, καθώς μία παράδοση αναφέρει ότι ο τελευταίος σκοτώθηκε από γυναίκες του Δίου και στον τόπο εκείνο τοποθετήθηκε πέτρινη υδρία με τα οστά του.
Τα ερείπια της πόλης βρίσκονται σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων από τη θάλασσα. Οι αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή ξεκίνησαν το 1928 και το 1973 συνεχίστηκαν υπό την εποπτεία του καθηγητή Δημητρίου Παντερμαλή. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως το Ιερό της Ίσιδας και άλλων θεών της Αιγύπτου, τον μικρό ναό της Υπολυμπιδίας Αφροδίτης, το αρχαιότατο Ιερό της Δήμητρας, ελληνιστικό θέατρο της εποχής του Φιλίππου του Ε΄, ρωμαϊκό θέατρο του 2ου αιώνα, στάδιο, την έπαυλη του θεού Διονύσου με τα υπέροχα ψηφιδωτά, νεκροταφείο, καταστήματα, λίθινες στήλες (στο τέμενος του Δία), ωδείο, τείχη, μουσικά όργανα (όπως η ύδραυλις, ένα πνευστό μουσικό όργανο) και λουτρά. Η επιλογή της θέσης του ιερού του Διός υπαγορεύτηκε από τα θεϊκά σημάδια. Ήταν τα κρυστάλλινα νερά που αναβλύζουν από πηγές και αιωνόβια δέντρα, τα οποία δέχονται τις συχνές ριπές των κεραυνών στη διάρκεια των καλοκαιρινών καταιγίδων. Ακολουθώντας την παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Δευκαλίων, βασιλιάς της Θεσσαλίας, είχε στήσει βωμό προς τιμήν του Δία στο Δίον, οι Μακεδόνες ανέδειξαν την πόλη σε θρησκευτικό κέντρο.
Το Μουσείο του Δίου εγκαινιάστηκε το 1983 και στεγάζει ευρήματα που προέρχονται κυρίως από το Δίον αλλά και από τον Όλυμπο και άλλες περιοχές της Πιερίας, όπως η Πύδνα και η Ρητίνη. Έχει τρεις ορόφους κατά ενότητες, ανάλογα με τις περιοχές ή τους χώρους όπου συντελέστηκε η ανάσυρση των ευρημάτων. Η έκθεση περιλαμβάνει αγάλματα, αναθηματικά και επιτύμβια μνημεία, αρχιτεκτονικά μέλη, νομίσματα και διάφορα άλλα αντικείμενα, τα οποία αποκαλύφθηκαν στα ιερά, στις μεγάλες θέρμες και στη νεκρόπολη του Δίου, καθώς και ευρήματα που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή στην αρχαία πόλη του Δίου.
ΛΕΙΒΗΘΡΑ
Τα Λίβηθρα ή Λείβηθρα ήταν μια πόλη κοντά στον Όλυμπο όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία, είχε ταφεί ο Ορφέας από τις Μούσες. Ήταν το αγαπημένο μέρος των Μουσών για αυτό και το όνομα των νυμφών στα Αρχαία Ελληνικά ήταν Λιβηθρίδες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Μούσες συνέλλεξαν τα κομμάτια από το σώμα του Ορφέα και τα έθαψαν στα Λίβηθρα, κάτω από τον Όλυμπο, όπου πουλιά τραγουδούσαν πάνω στον τάφο του. Η παράδοση αυτή αναφέρεται από τους Παυσανία, Στράβωνα, Απολλώνιο Ρόδιο κ.α.
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι πιστευόταν πως τα Λίβηθρα καταστράφηκαν από πλημμυρισμένο ποταμό. Ένας χρησμός προφήτευε πως η πόλη θα καταστρεφόταν από έναν αγριόχοιρο, όταν ο ήλιος θα έβλεπε τα οστά του Ορφέα τα οποία ήταν τοποθετημένα σε υδρία η οποία βρισκόταν πάνω σε στήλη. Οι πολίτες των Λιβήθρων δεν έδωσαν σημασία στο χρησμό πιστεύοντας πως δεν μπορούσαν να κινδυνεύουν από ένα τέτοιο ζώο και παραμέλησαν τον τάφο του. Όταν βοσκοί έριξαν κατά λάθος τη στήλη και άνοιξε η υδρία, ο θεός Διόνυσος έστειλε στην περιοχή μια δυνατή καταιγίδα. Τότε ο ποταμός Συς (το όνομα, στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει αγριόχοιρος) πλημμύρισε και κατάστρεψε την πόλη, πνίγοντας τους κατοίκους της και τα ζώα τους.
Στα Λίβηθρα υπήρχαν πηγές και μνημεία αφιερωμένα στον Ορφέα και τη λατρεία των Νυμφών. Η θέση της αρχαίας πόλης έχει εντοπιστεί σε αρχαιολογικό χώρο κοντά στον Όλυμπο, στη θέση Βάλτος του χωριού Λεπτοκαρυά. Στην περιοχή των Λιβήθρων έχει βρεθεί και νεκροταφείο της Εποχής του Χαλκού. Επίσης στην ίδια περιοχή, αλλά πάνω στον Όλυμπο, βρέθηκε αρχαίος ορεινός λιθόστρωτος δρόμος. Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει: την πόλη, την ακρόπολη και το νεκροταφείο τόπο ταφής του μυθικού Ορφέα.
ΒΕΡΓΙΝΑ
Οι αρχαιολόγοι είχαν δείξει ενδιαφέρον για τους λόφους γύρω από τη Βεργίνα ήδη από το 1850, υποψιαζόμενοι ότι μπορεί να βρίσκονταν ταφικά μνημεία. Ανασκαφές άρχισαν το 1861 υπό την επιτήρηση του Γάλλου αρχαιολόγου Leon Heuzey, ο οποίος υποστηριζόταν από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ'. Βρέθηκαν τμήματα ενός μεγάλου κτιρίου, στη θέση Αγία Τριάδα, που θεωρείται από πολλούς ότι χρησίμευε σαν θερινό βασιλικό ανάκτορο. Παρ' όλ' αυτά, οι ανασκαφές σταμάτησαν για τον κίνδυνο της ελονοσίας. Το 1937 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με πρωτοβουλία του καθηγητή Κ. Ρωμαίου, αποφάσισε να ιδρύσει στη Βεργίνα πανεπιστημιακή ανασκαφή για την εκπαίδευση των φοιτητών του. Ο Κ. Ρωμαίος ανέσκαψε περισσότερα τμήματα του θεωρούμενου ανακτόρου και έναν μακεδονικό τάφο, που ονομάζεται από τον ανασκαφέα του "τάφος του Ρωμαίου", αλλά και πάλι οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940. Μετά τον πόλεμο οι ανασκαφές ξεκίνησαν ξανά κατά την περίοδο 1950 με 1960 και το υπόλοιπο του "ανακτόρου" ήρθε στην επιφάνεια. Ο Έλληνας αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος πείστηκε ότι ένας λοφίσκος που λεγόταν "η Μεγάλη Τούμπα" έκρυβε τους τάφους Μακεδόνων Βασιλέων. Το 1977 ο Ανδρόνικος ξεκίνησε μία ανασκαφή έξι εβδομάδων στην Τούμπα και ανακάλυψε τέσσερα θαμμένα ταφικά δωμάτια τα οποία ήταν ανέγγιχτα από τυμβωρύχους. Τρία ακόμα βρέθηκαν το 1980. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και κατά τα έτη 1980 με 1990. Ο Ανδρόνικος υποστήριξε ότι τα ευρήματα ήταν οι τόποι ταφής Μακεδόνων Βασιλέων, συμπεριλαμβανομένου και του τάφου του Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μίας από τις γυναίκες του, και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ΄ του Μακεδόνος. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί από πολλούς αρχαιολόγους και την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, υπάρχουν αρχαιολόγοι που αμφιβάλλουν για αυτό και λένε ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ΄, ετεροθαλή αδελφό του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μεγάλη μερίδα άλλων που πιστεύουν ότι οι τάφοι δεν είναι βασιλικοί, αλλά ανήκουν σε σημαντικούς Μακεδόνες αξιωματούχους, που απέκτησαν μεγάλο πλούτο από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία. Σε περίπτωση που ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ', τα όπλα και η πανοπλία που βρέθηκαν στον τάφο ανήκουν στον Μέγα Αλέξανδρο καθώς ο Φίλιππος Γ΄ γύρισε τα όπλα του πίσω στην Μακεδονία, αφού αυτός πέθανε.
Η χρυσή λάρνακα στην οποία ο Ανδρόνικος ταυτοποίησε τα απομεινάρια του σώματος του Φιλίππου Β΄, φέρει στο επάνω μέρος της τον Ήλιο της Βεργίνας, ο οποίος υιοθετήθηκε ως σύμβολο της ελληνικής Μακεδονίας. Μεγάλη ποσότητα έργων τέχνης ήρθαν στο φως από τους τάφους, πολλά από χρυσό, συμπεριλαμβανομένης και της λάρνακας με τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β΄ και το χρυσό του στεφάνι δρυός. Τα ευρήματα βρίσκονται από το 2000 στο μουσείο του αρχαιολογικού χώρου, το οποίο βρίσκεται μέσα στον λοφίσκο. Το 1996 η UNESCO ανακοίνωσε την ένταξη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Τα σημαντικότερα μνημεία που μπορείτε να επισκεφτείτε είναι: οι Βασιλικοί τάφοι, το Ανάκτορο, το Θέατρο, το νεκροταφείο των Τύμβων, το ιερό της Ευκλείας, η Ακρόπολη και το τείχος της πόλης